πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλησιόσαυρος οι πλησιόσαυροι
      γενική του πλησιόσαυρου
& πλησιοσαύρου
των πλησιόσαυρων
& πλησιοσαύρων
    αιτιατική τον πλησιόσαυρο τους πλησιόσαυρους
& πλησιοσαύρους
     κλητική πλησιόσαυρε πλησιόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αναπαράσταση πλησιόσαυρου.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλησιόσαυρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία