Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πτερόσαυρος οι πτερόσαυροι
      γενική του πτερόσαυρου
πτεροσαύρου
των πτερόσαυρων
πτεροσαύρων
    αιτιατική τον πτερόσαυρο τους πτερόσαυρους
πτεροσαύρους
     κλητική πτερόσαυρε πτερόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σκελετοί πτερόσαυρων.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτερόσαυρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) νεολατινική pterosaurus < αρχαία ελληνική πτερόν + -σαυρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pteˈɾo.sa.vɾos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτερόσαυρος αρσενικό

  • (παλαιοντολογία) που ανήκει στο εξαφανισμένο γένος Πτερόσαυρος, ιπτάμενο ερπετό το οποίο έζησε κατά τον Μεσοζωικό αιώνα
    ※  Μια πραγματικά εκπληκτική ανακάλυψη έκαναν ερευνητές του Πανεπιστημίου Universidade do Contestado στη Βραζιλία. Ανακάλυψαν απολιθώματα ενός ολόκληρου σμήνους πτεροσαύρων τα μέλη του οποίου όπως διαπιστώθηκε ανήκουν μάλιστα σε ένα άγνωστο μέχρι σήμερα είδος που ζούσε στο Κρητιδικό, τη γεωλογική περίοδο που εξαφανίστηκαν οι δεινόσαυροι. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία