ισότοπο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ισότοπο | τα | ισότοπα |
γενική | του | ισοτόπου & ισότοπου |
των | ισοτόπων & ισότοπων |
αιτιατική | το | ισότοπο | τα | ισότοπα |
κλητική | ισότοπο | ισότοπα | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ισότοπο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική isotope < αρχαία ελληνική ἴσος + τόπος
- επινοήθηκε το 1914 από τον Βρετανό χημικό Φρέντερικ Σόντυ (Frederick Soddy)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈso.to.po/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ισότοπο ουδέτερο
- (χημεία) (φυσική) κάθε παραλλαγή χημικού στοιχείου που φέρει ίδιο ατομικό αριθμό αλλά διαφορετική μάζα με συνέπεια να κατέχει ίδια θέση (ίδιο τόπο) στον περιοδικό πίνακα.
Επεξεργασία
- ραδιοϊσότοπο
- → δείτε τις λέξεις ίσος και τόπος