↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισότοπο τα ισότοπα
      γενική του ισότοπου
ισοτόπου
των ισότοπων
ισοτόπων
    αιτιατική το ισότοπο τα ισότοπα
     κλητική ισότοπο ισότοπα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισότοπο < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία iso- -tope[1] ή από την αγγλική isotope [2] < αρχαία ελληνική ἴσος + τόπος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈso.to.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σό‐το‐πο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισότοπο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ισότοπο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.