ιστιοδέτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιστιοδέτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος): το σχοινί με το οποίο τυλίγεται το ιστίο (πανί) μετά την καθαίρεσή του από τον ιστιούχο όπου και τοποθετείται στην ιστιοθήκη για φύλαξη.
- ο ιστιοδέτης των μεγάλων ιστίων έχει μήκος 6 - 7 οργιές
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιστιοδέτης
|