σάγουλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάγουλα | οι | σάγουλες |
γενική | της | σάγουλας | των | σάγουλων |
αιτιατική | τη | σάγουλα | τις | σάγουλες |
κλητική | σάγουλα | σάγουλες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σάγουλα < (άμεσο δάνειο) βενετική sagola
Ουσιαστικό
επεξεργασίασάγουλα θηλυκό
- (ναυτικός όρος): λεπτό σχετικά σχοινί με το οποίο τυλίγεται το ιστίο (πανί) μετά την αφαίρεσή του από το κατάρτι για φύλαξη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σάγουλα
|