↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ισοσταθμισμένος η ισοσταθμισμένη το ισοσταθμισμένο
      γενική του ισοσταθμισμένου της ισοσταθμισμένης του ισοσταθμισμένου
    αιτιατική τον ισοσταθμισμένο την ισοσταθμισμένη το ισοσταθμισμένο
     κλητική ισοσταθμισμένε ισοσταθμισμένη ισοσταθμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ισοσταθμισμένοι οι ισοσταθμισμένες τα ισοσταθμισμένα
      γενική των ισοσταθμισμένων των ισοσταθμισμένων των ισοσταθμισμένων
    αιτιατική τους ισοσταθμισμένους τις ισοσταθμισμένες τα ισοσταθμισμένα
     κλητική ισοσταθμισμένοι ισοσταθμισμένες ισοσταθμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισοσταθμισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ισοσταθμώ και ισοσταθμίζω

ισοσταθμισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία