ισοσταθμισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαισοσταθμισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ισοσταθμισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ισοσταθμισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ισοσταθμισμένος