Ετυμολογία

επεξεργασία
ισοσταθμίζω < ελληνιστική κοινή ἰσόσταθμ(ος)[1] ή ἰσοσταθμέω / ἰσοσταθμῶ[2] + -ίζω < ἰσόσταθμος / ἰσοσταθμής < αρχαία ελληνική ἴσος + στάθμη (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική équilibrer, balancer)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.so.staˈθmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐σταθ‐μί‐ζω
παλιότερος συλλαβισμός: ι‐σο‐στα‐θμί‐ζω

ισοσταθμίζω, αόρ.: ισοστάθμισα, παθ.φωνή: ισοσταθμίζομαι, π.αόρ.: ισοσταθμίστηκα, μτχ.π.π.: ισοσταθμισμένος

  1. (κυριολεκτικά) εξισορροπώ το βάρος δύο πραγμάτων
  2. (μεταφορικά) εξισορροπώ τη βαρύτητα των συνεπειών δύο δράσεων ή ενεργειών, ώστε να αλληλοεξουδετερώνονται

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ίσος και στάθμη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ισοσταθμίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.