ισοσταθμιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ισοσταθμιστής < ισοσταθμίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική equalizer)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ισοσταθμιστής αρσενικό
- αυτός που ισοσταθμίζει
- (ειδικότερα) πρόγραμμα διαχείρισης, επαναρρύθμισης (σε σχέση με το αρχικό σήμα) και τροποποίησης σχετικών εντάσεων ανά συχνοτική μπάντα