επαναρρύθμιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαναρρύθμιση | οι | επαναρρυθμίσεις |
γενική | της | επαναρρύθμισης | των | επαναρρυθμίσεων |
αιτιατική | την | επαναρρύθμιση | τις | επαναρρυθμίσεις |
κλητική | επαναρρύθμιση | επαναρρυθμίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pa.naˈɾi.θmi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐ναρ‐ρύθ‐μι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπαναρρύθμιση θηλυκό
- (νεολογισμός) η εκ νέου ρύθμιση
- ※ Η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι υπουργοί αντιμετώπισαν με σαρκασμούς τα αιτήματα των μικρομεσαίων, αλλά και της αντιπολίτευσης για μερική διαγραφή και επαναρρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, ιδιαίτερα αυτού που διογκώθηκε στη διάρκεια της πανδημίας. (Η «μετάλλαξη» του ιδιωτικού χρέους, Εφημερίδα των Συντακτών, 26 Ιανουαρίου 2021)
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαναρρύθμιση
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr