ισοστάθμισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισοστάθμισμα < ισοσταθμίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισοστάθμισμα[1] ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ισοσταθμίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ισοστάθμισμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ισοστάθμισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)