Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.so.staˈθmi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σο‐σταθ‐μί‐ζο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: ι‐σο‐στα‐θμί‐ζο‐μαι

ισοσταθμίζομαι, π.αόρ.: ισοσταθμίστηκα, μτχ.π.π.: ισοσταθμισμένος, (ενεργ.: ισοσταθμίζω)