↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ισοσταθμία οι ισοσταθμίες
      γενική της ισοσταθμίας των ισοσταθμιών
    αιτιατική την ισοσταθμία τις ισοσταθμίες
     κλητική ισοσταθμία ισοσταθμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ισοσταθμία < ισοσταθμ- + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισοσταθμία θηλυκό [1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)