Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιριδισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιριδισμέν
ος
η
ιριδισμέν
η
το
ιριδισμέν
ο
γενική
του
ιριδισμέν
ου
της
ιριδισμέν
ης
του
ιριδισμέν
ου
αιτιατική
τον
ιριδισμέν
ο
την
ιριδισμέν
η
το
ιριδισμέν
ο
κλητική
ιριδισμέν
ε
ιριδισμέν
η
ιριδισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιριδισμέν
οι
οι
ιριδισμέν
ες
τα
ιριδισμέν
α
γενική
των
ιριδισμέν
ων
των
ιριδισμέν
ων
των
ιριδισμέν
ων
αιτιατική
τους
ιριδισμέν
ους
τις
ιριδισμέν
ες
τα
ιριδισμέν
α
κλητική
ιριδισμέν
οι
ιριδισμέν
ες
ιριδισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ιριδισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ιριδίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιριδισμένος