ιριδισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαιριδισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ιριδισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ιριδισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιριδισμένος
ιριδισμένων