ιπποτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιπποτροφείο < ελληνιστική κοινή ἱπποτροφεῖον / ἱπποτρόφιον < αρχαία ελληνική ἵππος + τρέφω / ίππ(ος) + -ο- + -τροφείο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.po.tɾoˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ιπ‐πο‐τρο‐φεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιπποτροφείο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ιπποτροφία
- → δείτε τις λέξεις ίππος και τρέφω