Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  haras στο γαλλικό βικιλεξικό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔa.ʁa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
haras haras

haras (fr) αρσενικό

  1. το ιπποφορβείο, το ιπποτροφείο
    Il y avait plusieurs haras en Perse et en Médie ; mais dans cette dernière province ceux du lieu nommé Nisée étaient les plus renommés, et c’était de là qu’était fournie l’écurie du roi. — (Charles Rollin, Historique ancien Œuv. t. II, p. 404, dans POUGENS.)
    Les chevaux arabes ont peuplé l’Égypte, la Turquie et peut-être la Perse, où il y avait autrefois des haras très considérables. — (Georges Louis Leclerc, Quadrup. t. I, p. 109.)
  2. ειδικότερα, εγκατάσταση όπου διατρέφονται οι αναπαραγωγοί ενός είδους αλόγων για την αναπαραγωγή και τη βελτίωση
    Il ne faut pas oublier l’établissement des haras en 1667 ; ils étaient absolument abandonnés auparavant. — (Voltaire, Louis XIV, 29.)
  3. επιβήτορες και φοράδες, κλεισμένα σε ένα ιπποτροφείο
    Tout le haras prit peur.
  4. (πληθυντικός) τα εθνικά ιπποφορβεία
    L'administration des haras. Il est employé aux haras.

Παράγωγα

επεξεργασία
  • haras sauvage: βρίσκονται στην Πολωνία και στη Ρωσία - αποτελούνται συχνά από χίλια άλογα κάθε ηλικίας, φύλου, όπου οι οδηγοί τους τα πηγαίνουν καθ' όλο τον χρόνο, από βοσκή σε βοσκή
  • haras demi-sauvage: ιπποτροφείο όπου αφήνουν τα άλογα μόνα τους για ένα μέρος του χρόνου και δεν επεμβαίνουν παρά για ιατρικούς λόγους
  • haras parqué: ιπποτροφείο όπου υπάρχουν όλες οι εγκαταστάσεις για παραγωγή και βελτίωση
  • haras d’amélioration, ή de tête, ή de pépinière, ή de souche: εκεί βρίσκονται μόνο αναπαραγωγοί ανώτατης ποιότητας προς τη βελτίωση του είδους
  • haras de production: που αποβλέπουν κυρίως στον πολλαπλασιασμό, την αναπαραγωγή
  • haras de mulet: τόπος όπου γίνονται διασταυρώσεις ανάμεσα σε γάιδαρο και φοράδα