ἱπποτρόφιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἱπποτρόφιον | τὰ | ἱπποτρόφιᾰ |
γενική | τοῦ | ἱπποτροφίου | τῶν | ἱπποτροφίων |
δοτική | τῷ | ἱπποτροφίῳ | τοῖς | ἱπποτροφίοις |
αιτιατική | τὸ | ἱπποτρόφιον | τὰ | ἱπποτρόφιᾰ |
κλητική ὦ! | ἱπποτρόφιον | ἱπποτρόφιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱπποτροφίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱπποτροφίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἱπποτρόφιον ουδέτερο