↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ιππαγωγός το ιππαγωγό
      γενική του/της ιππαγωγού του ιππαγωγού
    αιτιατική τον/την ιππαγωγό το ιππαγωγό
     κλητική ιππαγωγέ ιππαγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιππαγωγοί τα ιππαγωγά
      γενική των ιππαγωγών των ιππαγωγών
    αιτιατική τους/τις ιππαγωγούς τα ιππαγωγά
     κλητική ιππαγωγοί ιππαγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιππαγωγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱππαγωγός. Συγχρονικά αναλύεται σε (ίππος) ιππ- + -αγωγός (άγω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ιππαγωγός, -ός, -όν

  • (για μέσα μεταφορας, κυρίως πλοία) που μεταφέρει άλογα (συνήθως του ιππικού)
    ⮡  ιππαγωγά πλοία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία