↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιοντίζων η ιοντίζουσα το ιοντίζον
      γενική του ιοντίζοντος της ιοντίζουσας
ιοντιζούσης*
του ιοντίζοντος
    αιτιατική τον ιοντίζοντα την ιοντίζουσα το ιοντίζον
     κλητική ιοντίζων ιοντίζουσα ιοντίζον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιοντίζοντες οι ιοντίζουσες τα ιοντίζοντα
      γενική των ιοντιζόντων των ιοντιζουσών των ιοντιζόντων
    αιτιατική τους ιοντίζοντες τις ιοντίζουσες τα ιοντίζοντα
     κλητική ιοντίζοντες ιοντίζουσες ιοντίζοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ιοντίζων

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία