ιοντίζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιοντίζων | η | ιοντίζουσα | το | ιοντίζον |
γενική | του | ιοντίζοντος | της | ιοντίζουσας & ιοντιζούσης* |
του | ιοντίζοντος |
αιτιατική | τον | ιοντίζοντα | την | ιοντίζουσα | το | ιοντίζον |
κλητική | ιοντίζων | ιοντίζουσα | ιοντίζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιοντίζοντες | οι | ιοντίζουσες | τα | ιοντίζοντα |
γενική | των | ιοντιζόντων | των | ιοντιζουσών | των | ιοντιζόντων |
αιτιατική | τους | ιοντίζοντες | τις | ιοντίζουσες | τα | ιοντίζοντα |
κλητική | ιοντίζοντες | ιοντίζουσες | ιοντίζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαιοντίζων
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ιοντίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιοντίζων
|