ιονίζων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιονίζων | η | ιονίζουσα | το | ιονίζον |
γενική | του | ιονίζοντος & ιονίζοντα1 |
της | ιονίζουσας & ιονιζούσης* |
του | ιονίζοντος |
αιτιατική | τον | ιονίζοντα | την | ιονίζουσα | το | ιονίζον |
κλητική | ιονίζων | ιονίζουσα | ιονίζον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιονίζοντες | οι | ιονίζουσες | τα | ιονίζοντα |
γενική | των | ιονιζόντων | των | ιονιζουσών | των | ιονιζόντων |
αιτιατική | τους | ιονίζοντες | τις | ιονίζουσες | τα | ιονίζοντα |
κλητική | ιονίζοντες | ιονίζουσες | ιονίζοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίαιονίζων, -ουσα, -ον
- (λόγιο)μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ιονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιονίζων
|