Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιονισμέν
ος
η
ιονισμέν
η
το
ιονισμέν
ο
γενική
του
ιονισμέν
ου
της
ιονισμέν
ης
του
ιονισμέν
ου
αιτιατική
τον
ιονισμέν
ο
την
ιονισμέν
η
το
ιονισμέν
ο
κλητική
ιονισμέν
ε
ιονισμέν
η
ιονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιονισμέν
οι
οι
ιονισμέν
ες
τα
ιονισμέν
α
γενική
των
ιονισμέν
ων
των
ιονισμέν
ων
των
ιονισμέν
ων
αιτιατική
τους
ιονισμέν
ους
τις
ιονισμέν
ες
τα
ιονισμέν
α
κλητική
ιονισμέν
οι
ιονισμέν
ες
ιονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιονισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ιονίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ιονισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ιονίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιονισμένος