↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιονισμένος η ιονισμένη το ιονισμένο
      γενική του ιονισμένου της ιονισμένης του ιονισμένου
    αιτιατική τον ιονισμένο την ιονισμένη το ιονισμένο
     κλητική ιονισμένε ιονισμένη ιονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιονισμένοι οι ιονισμένες τα ιονισμένα
      γενική των ιονισμένων των ιονισμένων των ιονισμένων
    αιτιατική τους ιονισμένους τις ιονισμένες τα ιονισμένα
     κλητική ιονισμένοι ιονισμένες ιονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιονίζω

ιονισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ιονίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία