ιονισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαιονισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ιονισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ιονισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ιονισμένος
ιονισμένων