↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιντερνούντσιος οι ιντερνούντσιοι
      γενική του ιντερνούντσιου των ιντερνούντσιων
    αιτιατική τον ιντερνούντσιο τους ιντερνούντσιους
     κλητική ιντερνούντσιε ιντερνούντσιοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιντερνούντσιος < (λόγιο δάνειο) ιταλική internuncio < λατινική internuntius < inter + nuntius

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /in.teɾˈnun.t͡si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐ντερ‐νούν‐τσι‐ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιντερνούντσιος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία