nuntius
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnuntius (la) αρσενικό
- ο απεσταλμένος
- ο αγγελιοφόρος
- ο άγγελος
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nuntius | nuntiī |
γενική | nuntiī | nuntiōrum |
δοτική | nuntiō | nuntiīs |
αιτιατική | nuntium | nuntiōs |
κλητική | nuntie | nuntiī |
αφαιρετική | nuntiō | nuntiīs |
Πηγές
επεξεργασία- nuntius - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.