Ετυμολογία

επεξεργασία
nuntio < nuntius

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnuːn.ti.oː/

nuntio (la) (nūntiō1, nūntiāvī, nūntiātum, nūntiāre)