ιζαφετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιζαφετικός < ιζαφέτ + -ικός < αγγλική izafet / ezafe < περσική اضافه (ezâfe) / اضافه (izāfa) < αραβική إضافة (iḍāfa)
Επίθετο επεξεργασία
ιζαφετικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που έχει σχέση με ιζαφέτ ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ Ιζαφετικός τουρκικός τύπος > συμφωνόληκτο σερβικό ουσιαστικό + μόρφημα -ски > επίθετο σε -ски (προσδιορίζουν [-προσωπικά] ουσιαστικά. (*)