ιζαφέτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαιζαφέτ ουδέτερο άκλιτο
- (γλωσσολογία) γραμματικό μόριο (-e / -ye, -i / -yi, -ı) που βρίσκεται σε ορισμένες ιρανικές γλώσσες, καθώς και σε γλώσσες με επιρροή από τα περσικά, όπως η τουρκική, που συνδέει δύο λέξεις μεταξύ τους (ουσιαστικό και επίθετο, ουσιαστικό και επίρρημα ή ουσιαστικό και άλλο ουσιαστικό) και δηλώνει κατοχή, προσδιορισμό κ.λπ.
- ※ Αυτοί οι συγγραφείς προσπαθούσαν να μιμηθούν ∆υτικά και κυρίως Γαλλικά λογοτεχνικά κείμενα και ήταν πεπεισμένοι ότι η Τουρκική Γλώσσα δε θα μπορούσε να αποτελέσει λογοτεχνικό εργαλείο χωρίς τη συνδρομή των Αραβικών και των Περσικών. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αρκέστηκαν στις εκφράσεις με το ιζαφέτ που ήδη υπήρχαν αλλά κατασκεύασαν και καινούριες. (*)