ιδιομεταλλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδιομεταλλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: idiométallique < αρχαία ελληνική ἴδιος + μέταλλον
Επίθετο επεξεργασία
ιδιομεταλλικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδιομεταλλικός
|