Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδιομεταλλικός η ιδιομεταλλική το ιδιομεταλλικό
      γενική του ιδιομεταλλικού της ιδιομεταλλικής του ιδιομεταλλικού
    αιτιατική τον ιδιομεταλλικό την ιδιομεταλλική το ιδιομεταλλικό
     κλητική ιδιομεταλλικέ ιδιομεταλλική ιδιομεταλλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδιομεταλλικοί οι ιδιομεταλλικές τα ιδιομεταλλικά
      γενική των ιδιομεταλλικών των ιδιομεταλλικών των ιδιομεταλλικών
    αιτιατική τους ιδιομεταλλικούς τις ιδιομεταλλικές τα ιδιομεταλλικά
     κλητική ιδιομεταλλικοί ιδιομεταλλικές ιδιομεταλλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιομεταλλικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: idiométallique < αρχαία ελληνική ἴδιος + μέταλλον

  Επίθετο επεξεργασία

ιδιομεταλλικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία