Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιατροτεχνολογικός η ιατροτεχνολογική το ιατροτεχνολογικό
      γενική του ιατροτεχνολογικού της ιατροτεχνολογικής του ιατροτεχνολογικού
    αιτιατική τον ιατροτεχνολογικό την ιατροτεχνολογική το ιατροτεχνολογικό
     κλητική ιατροτεχνολογικέ ιατροτεχνολογική ιατροτεχνολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιατροτεχνολογικοί οι ιατροτεχνολογικές τα ιατροτεχνολογικά
      γενική των ιατροτεχνολογικών των ιατροτεχνολογικών των ιατροτεχνολογικών
    αιτιατική τους ιατροτεχνολογικούς τις ιατροτεχνολογικές τα ιατροτεχνολογικά
     κλητική ιατροτεχνολογικοί ιατροτεχνολογικές ιατροτεχνολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιατροτεχνολογικός < ιατρός + -ο- + τεχνολογικός

  Επίθετο επεξεργασία

ιατροτεχνολογικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία