θηλυφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θηλυφανής | η | θηλυφανής | το | θηλυφανές |
γενική | του | θηλυφανούς* | της | θηλυφανούς | του | θηλυφανούς |
αιτιατική | τον | θηλυφανή | τη | θηλυφανή | το | θηλυφανές |
κλητική | θηλυφανή(ς) | θηλυφανής | θηλυφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θηλυφανείς | οι | θηλυφανείς | τα | θηλυφανή |
γενική | των | θηλυφανών | των | θηλυφανών | των | θηλυφανών |
αιτιατική | τους | θηλυφανείς | τις | θηλυφανείς | τα | θηλυφανή |
κλητική | θηλυφανείς | θηλυφανείς | θηλυφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θηλυφανής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θηλυφανής < θήλυς (< γυναίκα) + -φανής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θi.li.faˈnis/
Επίθετο
επεξεργασίαθηλυφανής, -ής, -ές
- (λόγιο) που μοιάζει με γυναίκα η με γυναικεία χαρακτηριστικά
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θηλυφανής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ θηλυφανής | τὸ θηλυφανές | οἱ, αἱ θηλυφανεῖς | τὰ θηλυφανῆ |
Γενική | τοῦ, τῆς θηλυφανοῦς | τοῦ θηλυφανοῦς | τῶν θηλυφανῶν | τῶν θηλυφανῶν |
Δοτική | τῷ, τῇ θηλυφανεῖ | τῷ θηλυφανεῖ | τοῖς, ταῖς θηλυφανέσι(ν) | τοῖς θηλυφανέσι(ν) |
Αιτιατική | τὸν, τὴν θηλυφανῆ | τὸ θηλυφανές | τοὺς, τὰς θηλυφανεῖς | τὰ θηλυφανῆ |
Κλητική | θηλυφανές | θηλυφανές | θηλυφανεῖς | θηλυφανῆ |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | θηλυφανεῖ | |||
Γενική-Δοτική | θηλυφανοῖν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθηλυφανής, -ής, -ές
Πηγές
επεξεργασία- θηλυφανής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θηλυφανής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.