θεόπαις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεόπαις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεόπαις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεόπαις αρσενικό ή θηλυκό (αρχαιοπρεπές) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο θεόπαις)
- (γενικότερα) το παιδί ενός θεού
- (ειδικότερα, χριστιανισμός) προσωνυμία της Παναγίας, για την ιδιότητα να έχει παιδί που είναι θεός
Σημειώσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεόπαις
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | θεόπαις | οἱ/αἱ | θεόπαιδες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | θεόπαιδος | τῶν | θεοπαίδων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | θεόπαιδᾰ | τοῖς/ταῖς | θεόπαισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | θεόπαιδα | τοὺς/τὰς | θεόπαιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | θεόπαι | θεόπαιδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεόπαιδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θεοπαίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄπαις' όπως «ἄπαις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθεόπαις αρσενικό ή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή)
- παιδί θεού ή θεών
- θεϊκός, θεϊκή
- (χριστιανισμός) που έχει παιδί που είναι θεός (ειδικότερα για την Παναγία)
Πηγές
επεξεργασία- τόμ. Β΄, σ. 472 - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- θεόπαις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεόπαις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.