Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόπαις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεόπαις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεόπαις αρσενικό ή θηλυκό (αρχαιοπρεπές) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο θεόπαις)

  1. (γενικότερα) το παιδί ενός θεού
  2. (ειδικότερα, χριστιανισμός) προσωνυμία της Παναγίας, για την ιδιότητα να έχει παιδί που είναι θεός

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / θεόπαις οἱ/αἱ θεόπαιδες
      γενική τοῦ/τῆς θεόπαιδος τῶν θεοπαίδων
      δοτική τῷ/τῇ θεόπαιδ τοῖς/ταῖς θεόπαισῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν θεόπαιδα τοὺς/τὰς θεόπαιδᾰς
     κλητική ! θεόπαι θεόπαιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θεόπαιδε
γεν-δοτ τοῖν  θεοπαίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄπαις' όπως «ἄπαις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόπαις < θεό- + παῖς (παιδί)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεόπαις αρσενικό ή θηλυκό