θεσμικοπολιτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
θεσμικοπολιτικός
- (νεολογισμός) που είναι ταυτόχρονα θεσμικός και πολιτικός, που αφορά τους θεσμούς και την πολιτική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεσμικοπολιτικός
|