Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμόφιλος η θερμόφιλη το θερμόφιλο
      γενική του θερμόφιλου της θερμόφιλης του θερμόφιλου
    αιτιατική τον θερμόφιλο τη θερμόφιλη το θερμόφιλο
     κλητική θερμόφιλε θερμόφιλη θερμόφιλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμόφιλοι οι θερμόφιλες τα θερμόφιλα
      γενική των θερμόφιλων των θερμόφιλων των θερμόφιλων
    αιτιατική τους θερμόφιλους τις θερμόφιλες τα θερμόφιλα
     κλητική θερμόφιλοι θερμόφιλες θερμόφιλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική thermophile < αρχαία ελληνική θερμός + φίλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾˈmo.fi.los/

  Επίθετο επεξεργασία

θερμόφιλος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμόφιλος αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία