Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοχωρητικότητα οι θερμοχωρητικότητες
      γενική της θερμοχωρητικότητας των θερμοχωρητικοτήτων
    αιτιατική τη θερμοχωρητικότητα τις θερμοχωρητικότητες
     κλητική θερμοχωρητικότητα θερμοχωρητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοχωρητικότητα < θερμο- + χωρητικότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική heat capacity

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeɾ.mo.xo.ɾi.tiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερ‐μο‐χω‐ρη‐τι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοχωρητικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία