Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμοφωταύγεια οι θερμοφωταύγειες
      γενική της θερμοφωταύγειας των θερμοφωταυγειών
    αιτιατική τη θερμοφωταύγεια τις θερμοφωταύγειες
     κλητική θερμοφωταύγεια θερμοφωταύγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοφωταύγεια < θερμο- + φωταύγεια (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική thermoluminescence)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοφωταύγεια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία