θερμοφωσφορισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θερμοφωσφορισμός < θερμο- + φωσφορισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική thermophosphorescence)
Ουσιαστικό επεξεργασία
θερμοφωσφορισμός αρσενικό
- ο φωσφορισμός που παρατηρείται μετά από θερμική διέγερση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
θερμοφωσφορισμός