Δείτε επίσης: Θεοφιλέστατος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοφιλέστατος η θεοφιλέστατη το θεοφιλέστατο
      γενική του θεοφιλέστατου της θεοφιλέστατης του θεοφιλέστατου
    αιτιατική τον θεοφιλέστατο τη θεοφιλέστατη το θεοφιλέστατο
     κλητική θεοφιλέστατε θεοφιλέστατη θεοφιλέστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοφιλέστατοι οι θεοφιλέστατες τα θεοφιλέστατα
      γενική των θεοφιλέστατων των θεοφιλέστατων των θεοφιλέστατων
    αιτιατική τους θεοφιλέστατους τις θεοφιλέστατες τα θεοφιλέστατα
     κλητική θεοφιλέστατοι θεοφιλέστατες θεοφιλέστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοφιλέστατος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεοφιλέστατος ως τίτλος επισκόπου < αρχαία ελληνική θεοφιλέστατος, υπερθετικός βαθμός του θεοφιλής + -έστατος < αρχαία ελληνική θεοφιλής < θεός + φίλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.o.fiˈle.sta.tos/

  Επίθετο επεξεργασία

θεοφιλέστατος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία