θεοφιλέστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεοφιλέστατος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεοφιλέστατος ως τίτλος επισκόπου < αρχαία ελληνική θεοφιλέστατος, υπερθετικός βαθμός του θεοφιλής + -έστατος < αρχαία ελληνική θεοφιλής < θεός + φίλος
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθεοφιλέστατος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Θεοφιλέστατος ( εκκλησιαστική προσφώνηση)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεοφιλέστατος
|