πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοδοσιανός η θεοδοσιανή το θεοδοσιανό
      γενική του θεοδοσιανού της θεοδοσιανής του θεοδοσιανού
    αιτιατική τον θεοδοσιανό τη θεοδοσιανή το θεοδοσιανό
     κλητική θεοδοσιανέ θεοδοσιανή θεοδοσιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοδοσιανοί οι θεοδοσιανές τα θεοδοσιανά
      γενική των θεοδοσιανών των θεοδοσιανών των θεοδοσιανών
    αιτιατική τους θεοδοσιανούς τις θεοδοσιανές τα θεοδοσιανά
     κλητική θεοδοσιανοί θεοδοσιανές θεοδοσιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θe.o.ðo.si.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θεοδοσιανός

θεοδοσιανός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοδοσιανός < Θεοδόσιος + -ανός

θεοδοσιανός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία