Δείτε επίσης: θεοδόσιος
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Θεοδόσιος
      γενική του Θεοδόσιου
Θεοδοσίου
    αιτιατική τον Θεοδόσιο
     κλητική Θεοδόσιε
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θεοδόσιος < ελληνιστική κοινή Θεοδόσιος < θεοδόσιος (δοσμένος από τον θεό) < αρχαία ελληνική θεός + δίδωμι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θe.oˈðo.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θε‐ο‐δό‐σι‐ος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θεοδόσιος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία