Δείτε επίσης: Θεοδόσιος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / θεοδόσιος τὸ θεοδόσιον
      γενική τοῦ/τῆς θεοδοσίου τοῦ θεοδοσίου
      δοτική τῷ/τῇ θεοδοσί τῷ θεοδοσί
    αιτιατική τὸν/τὴν θεοδόσιον τὸ θεοδόσιον
     κλητική ! θεοδόσιε θεοδόσιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ θεοδόσιοι τὰ θεοδόσι
      γενική τῶν θεοδοσίων τῶν θεοδοσίων
      δοτική τοῖς/ταῖς θεοδοσίοις τοῖς θεοδοσίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς θεοδοσίους τὰ θεοδόσι
     κλητική ! θεοδόσιοι θεοδόσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θεοδοσίω τὼ θεοδοσίω
      γεν-δοτ τοῖν θεοδοσίοιν τοῖν θεοδοσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοδόσιος < αρχαία ελληνική θεός + δίδωμι

  Επίθετο

επεξεργασία

θεοδόσιος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία