θεοδόσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεοδόσιος < αρχαία ελληνική θεός + δίδωμι
Επίθετο
επεξεργασίαθεοδόσιος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) δοσμένος από τον θεό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θεοδόσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.