Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοδοσιανοί < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θεοδοσιανός στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεοδοσιανοί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό