Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεμελιωτικός η θεμελιωτική το θεμελιωτικό
      γενική του θεμελιωτικού της θεμελιωτικής του θεμελιωτικού
    αιτιατική τον θεμελιωτικό τη θεμελιωτική το θεμελιωτικό
     κλητική θεμελιωτικέ θεμελιωτική θεμελιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεμελιωτικοί οι θεμελιωτικές τα θεμελιωτικά
      γενική των θεμελιωτικών των θεμελιωτικών των θεμελιωτικών
    αιτιατική τους θεμελιωτικούς τις θεμελιωτικές τα θεμελιωτικά
     κλητική θεμελιωτικοί θεμελιωτικές θεμελιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεμελιωτικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεμελιωτικός < θεμελιώ(νω) + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

θεμελιωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία