θεμελιωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεμελιωτικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεμελιωτικός < θεμελιώ(νω) + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαθεμελιωτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεμελιωτικός
|