↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεαματικός η θεαματική το θεαματικό
      γενική του θεαματικού της θεαματικής του θεαματικού
    αιτιατική τον θεαματικό τη θεαματική το θεαματικό
     κλητική θεαματικέ θεαματική θεαματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεαματικοί οι θεαματικές τα θεαματικά
      γενική των θεαματικών των θεαματικών των θεαματικών
    αιτιατική τους θεαματικούς τις θεαματικές τα θεαματικά
     κλητική θεαματικοί θεαματικές θεαματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θεαματικός < θέαμα (γενική: θεάματ-ος) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

θεαματικός, -ή, -ό

  1. που εντυπωσιάζει όταν τον βλέπεις, που προσφέρει ωραίο θέαμα
    ο επιθετικός με μια θεαματική ατομική προσπάθεια προσπέρασε τρεις αμυντικούς και έβαλε γκολ

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία