θαυματουργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαυματουργός < αρχαία ελληνική θαυματουργός < θαῦμα + -ουργός (< ἔργο)
Επίθετο
επεξεργασίαθαυματουργός -ή -ό
- που κάνει θαύματα
- θαυματουργή εικόνα
- που έχει εντυπωσιακά ευεργετικά αποτελέσματα
- θαυματουργό φάρμακο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θαυματουργός