miraculeux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- miraculeux < miracle
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | miraculeux | miraculeux |
θηλυκό | miraculeuse | miraculeuses |
miraculeux (fr)
- θαυμαστός, που συμβαίνει ως εκ θαύματος, θαυματουργικός