↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαυμασμένος η θαυμασμένη το θαυμασμένο
      γενική του θαυμασμένου της θαυμασμένης του θαυμασμένου
    αιτιατική τον θαυμασμένο τη θαυμασμένη το θαυμασμένο
     κλητική θαυμασμένε θαυμασμένη θαυμασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαυμασμένοι οι θαυμασμένες τα θαυμασμένα
      γενική των θαυμασμένων των θαυμασμένων των θαυμασμένων
    αιτιατική τους θαυμασμένους τις θαυμασμένες τα θαυμασμένα
     κλητική θαυμασμένοι θαυμασμένες θαυμασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαυμασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαυμάζω

θαυμασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη  θαυμάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία