θαυμασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαθαυμασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θαυμασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θαυμασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θαυμασμένος
θαυμασμένων