↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαρρεμένος η θαρρεμένη το θαρρεμένο
      γενική του θαρρεμένου της θαρρεμένης του θαρρεμένου
    αιτιατική τον θαρρεμένο τη θαρρεμένη το θαρρεμένο
     κλητική θαρρεμένε θαρρεμένη θαρρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαρρεμένοι οι θαρρεμένες τα θαρρεμένα
      γενική των θαρρεμένων των θαρρεμένων των θαρρεμένων
    αιτιατική τους θαρρεμένους τις θαρρεμένες τα θαρρεμένα
     κλητική θαρρεμένοι θαρρεμένες θαρρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θαρρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαρρώ και θαρρεύω

θαρρεμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη θαρρεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία