θαρρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θαρρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου θαρρώ και θαρρεύω
Μετοχή
επεξεργασίαθαρρεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη θαρρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαρρεμένος
|
θαρρεμένος, -η, -ο
|