θαρρεμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαθαρρεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θαρρεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του θαρρεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θαρρεμένος
θαρρεμένων